ῥάδιξ

ῥάδιξ
ῥάδιξ [ᾱ], ῑκος, ,
A branch, Nic.Th.378,533, Al.57,331; of the palm, frond, D.S.2.53. (Cf. Lat. radix.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ράδιξ — ῑκος, ὁ, Α 1. κλωνάρι, κλαδί 2. φύλλο φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ράδαμνος) …   Dictionary of Greek

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ρακίς — Α συν. στον πληθ. ῥακῑδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀρόδαμνοι, κλάδοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥακῖδας στον οποίο απαντά η λ. πιθ. αντί ῥάδικας(βλ. λ. ῥάδιξ και ράδαμνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”